- αντιμειρακιεύομαι
- ἀντιμειρακιεύομαι (Α)συμπεριφέρομαι κι εγώ σε κάποιον με παιδική αυθάδεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιμειρακιεύεσθαι — ἀντιμειρακιεύομαι behave petulantly in return pres inf mp ἀντιμειρακιεύομαι behave petulantly in return pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)